Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φωτογεωλογία οι φωτογεωλογίες
      γενική της φωτογεωλογίας των φωτογεωλογιών
    αιτιατική τη φωτογεωλογία τις φωτογεωλογίες
     κλητική φωτογεωλογία φωτογεωλογίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

φωτογεωλογία < φωτο- + γεωλογία • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φωτογεωλογία θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία