φυσιόων
Παρακαλούμε συμπληρώστε, τεκμηριώστε το λήμμα και βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι το λήμμα ανταποκρίνεται στα κριτήρια του Βικιλεξικού. |
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- φυσιόων < → λείπει η ετυμολογία
Μετοχή
επεξεργασίαφυσιόων, φυσιόωσα, φυσιόον (επικός τύπος μετοχή του ρήματος φυσιάω) (Χρειάζεται εξήγηση η αλλαγή κατάληξης)
- φουσκώνω, ξεφυσάω, αναπνέω δυνατά, ασθμαίνω
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 16 (Π. Πατρόκλεια.), στίχ. 506 (στίχοι 506-507)
- Μυρμιδόνες δ᾽ αὐτοῦ σχέθον ἵππους φυσιόωντας, | ἱεμένους φοβέεσθαι, ἐπεὶ λίπον ἅρματ᾽ ἀνάκτων.
- «Και οι Μυρμιδόνες κράτησαν τους ίππους που εφυσούσαν | να φύγουν αφού ερήμωσε τ᾽ αμάξι των κυρίων.
- Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
- Μυρμιδόνες δ᾽ αὐτοῦ σχέθον ἵππους φυσιόωντας, | ἱεμένους φοβέεσθαι, ἐπεὶ λίπον ἅρματ᾽ ἀνάκτων.
- ※ 2ος/3ος κε αιώνας ⌘ Ὀππιανός, Ἁλιευτικά, 5.549-5.550 @scaife.perseus
- κούφοισιν ἀειρόμενος ῥοθίοισιν, ὕστατα φυσιόων·
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 16 (Π. Πατρόκλεια.), στίχ. 506 (στίχοι 506-507)
- (για φίδι) σφυρίζω, συρίζω
- ※ 2ος/3ος κε αιώνας ⌘ Ὀππιανός, Ἁλιευτικά, 1.569-1.570 @scaife.perseus
- ἔχιος δὲ κάρη κατέδεκτο χανοῦσα νύμφη φυσιόωσα·
- ※ 2ος/3ος κε αιώνας ⌘ Ὀππιανός, Ἁλιευτικά, 1.569-1.570 @scaife.perseus
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- φυσιάω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- φυσιάω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.