Αυτή η σελίδα μπήκε στον κατάλογο των σελίδων που χρειάζονται επιμέλεια και έλεγχο
Παρακαλούμε συμπληρώστε, τεκμηριώστε το λήμμα και βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι το λήμμα ανταποκρίνεται στα κριτήρια του Βικιλεξικού.

Για έλεγχο. Αν υπάρχει συνηρημένη. Εξήγηση για την κατάληξη -όων αντί -άων. ‑‑Sarri.greek  | 09:17, 28 Μαρτίου 2023 (UTC) .



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

φυσιόων < λείπει η ετυμολογία

  Μετοχή επεξεργασία

φυσιόων, φυσιόωσα, φυσιόον (επικός τύπος  μετοχή του ρήματος φυσιάω) (Χρειάζεται εξήγηση η αλλαγή κατάληξης)

  1. φουσκώνω, ξεφυσάω, αναπνέω δυνατά, ασθμαίνω
    ※  8ος αιώνας   Ὅμηρος, Ἰλιάς, 16 (Π. Πατρόκλεια.), στίχ. 506 (στίχοι 506-507)
    Μυρμιδόνες δ᾽ αὐτοῦ σχέθον ἵππους φυσιόωντας, | ἱεμένους φοβέεσθαι, ἐπεὶ λίπον ἅρματ᾽ ἀνάκτων.
    «Και οι Μυρμιδόνες κράτησαν τους ίππους που εφυσούσαν | να φύγουν αφού ερήμωσε τ᾽ αμάξι των κυρίων.
    Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
    ※  2ος/3ος κε αιώνας Ὀππιανός, Ἁλιευτικά, 5.549-5.550 @scaife.perseus
    κούφοισιν ἀειρόμενος ῥοθίοισιν, ὕστατα φυσιόων·
  2. (για φίδι) σφυρίζω, συρίζω
    ※  2ος/3ος κε αιώνας Ὀππιανός, Ἁλιευτικά, 1.569-1.570 @scaife.perseus
    ἔχιος δὲ κάρη κατέδεκτο χανοῦσα νύμφη φυσιόωσα·

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία