Ετυμολογία

επεξεργασία
φυσιάω < λείπει η ετυμολογία

φυσιάω

  1. φυσάω δυνατά, βγάζω δυνατό ήχο φυσώντας
  2. έχω δύσπνοια, αναπνέω με δυσκολία, βαριανασαίνω, ασθμαίνω
    ※  6ος/5ος πκε αιώνας Αἰσχύλος, Εὐμενίδες, στίχ. 248
    πολλοῖς δὲ μόχθοις ἀνδροκμῆσι φυσιᾷ | σπλάγχνον·
    το στήθος μου λαχάνιασε απ᾽ τους τόσους κόπους,
    Μετάφραση (1911): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης, Αθήνα:Φέξης @greek‑language.gr
  3. φουσκώνω, κορδώνομαι, περηφανεύομαι
  4. (για φίδι) σφυρίζω, συρίζω

Παράγωγα

επεξεργασία

μετοχές:

Συγγενικά

επεξεργασία
  • (Χρειάζεται επεξεργασία)