φυσικαλισμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- φυσικαλισμός < αγγλική physicalism
Ουσιαστικό επεξεργασία
φυσικαλισμός αρσενικό
- (φιλοσοφία) η οντολογική / μεταφυσική θέση ότι "τα πάντα είναι φυσικά", ότι δεν υπάρχει "τίποτα πέρα και πάνω από" το φυσικό, ή ότι όλα επέρχονται του φυσικού, δηλαδή ότι δεν υπάρχει τίποτα που να μην έχει φυσική υπόσταση
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
φυσικαλισμός