Δείτε επίσης: φρονιμεύω

  Ετυμολογία

επεξεργασία
φρονηματίζω < μεσαιωνική ελληνική φρονηματίζω < αρχαία ελληνική φρονηματίζομαι < φρόνημα < φρονέω < φρήν < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *gʷʰren- (νους, ψυχή)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /fɾo.ni.maˈti.zo/

φρονηματίζω (παθητική φωνή: φρονηματίζομαι)

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία