φρονηματίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- φρονηματίζω < μεσαιωνική ελληνική φρονηματίζω < αρχαία ελληνική φρονηματίζομαι < φρόνημα < φρονέω < φρήν < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *gʷʰren- (νους, ψυχή)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /fɾo.ni.maˈti.zo/
Ρήμα
επεξεργασίαφρονηματίζω (παθητική φωνή: φρονηματίζομαι)
- συμβουλεύω, λογικεύω και συνετίζω κάποιον
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- αφρονημάτιστος
- φρονηματίας
- φρονηματισμένος
- φρονηματισμός
- φρονηματιστικά
- φρονηματιστικός
- φρονηματιστικώς
- → δείτε τις λέξεις φρόνημα και φρένες
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | φρονηματίζω | φρονημάτιζα | θα φρονηματίζω | να φρονηματίζω | φρονηματίζοντας | |
β' ενικ. | φρονηματίζεις | φρονημάτιζες | θα φρονηματίζεις | να φρονηματίζεις | φρονημάτιζε | |
γ' ενικ. | φρονηματίζει | φρονημάτιζε | θα φρονηματίζει | να φρονηματίζει | ||
α' πληθ. | φρονηματίζουμε | φρονηματίζαμε | θα φρονηματίζουμε | να φρονηματίζουμε | ||
β' πληθ. | φρονηματίζετε | φρονηματίζατε | θα φρονηματίζετε | να φρονηματίζετε | φρονηματίζετε | |
γ' πληθ. | φρονηματίζουν(ε) | φρονημάτιζαν φρονηματίζαν(ε) |
θα φρονηματίζουν(ε) | να φρονηματίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | φρονημάτισα | θα φρονηματίσω | να φρονηματίσω | φρονηματίσει | ||
β' ενικ. | φρονημάτισες | θα φρονηματίσεις | να φρονηματίσεις | φρονημάτισε | ||
γ' ενικ. | φρονημάτισε | θα φρονηματίσει | να φρονηματίσει | |||
α' πληθ. | φρονηματίσαμε | θα φρονηματίσουμε | να φρονηματίσουμε | |||
β' πληθ. | φρονηματίσατε | θα φρονηματίσετε | να φρονηματίσετε | φρονηματίστε | ||
γ' πληθ. | φρονημάτισαν φρονηματίσαν(ε) |
θα φρονηματίσουν(ε) | να φρονηματίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω φρονηματίσει | είχα φρονηματίσει | θα έχω φρονηματίσει | να έχω φρονηματίσει | ||
β' ενικ. | έχεις φρονηματίσει | είχες φρονηματίσει | θα έχεις φρονηματίσει | να έχεις φρονηματίσει | ||
γ' ενικ. | έχει φρονηματίσει | είχε φρονηματίσει | θα έχει φρονηματίσει | να έχει φρονηματίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε φρονηματίσει | είχαμε φρονηματίσει | θα έχουμε φρονηματίσει | να έχουμε φρονηματίσει | ||
β' πληθ. | έχετε φρονηματίσει | είχατε φρονηματίσει | θα έχετε φρονηματίσει | να έχετε φρονηματίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν φρονηματίσει | είχαν φρονηματίσει | θα έχουν φρονηματίσει | να έχουν φρονηματίσει |
|