φρονηματιστικώς
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- φρονηματιστικώς < φρονηματιστικ(ός) + -ώς
Προφορά
επεξεργασίαΕπίρρημα
επεξεργασίαφρονηματιστικώς
- (λόγιο) με φρονηματιστικό τρόπο
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία φρονηματιστικώς
|