φρονηματίζομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαφρονηματίζομαι
- παθητική φωνή του ρήματος φρονηματίζω
Κλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | φρονηματίζομαι | φρονηματιζόμουν(α) | θα φρονηματίζομαι | να φρονηματίζομαι | ||
β' ενικ. | φρονηματίζεσαι | φρονηματιζόσουν(α) | θα φρονηματίζεσαι | να φρονηματίζεσαι | (φρονηματίζου) | |
γ' ενικ. | φρονηματίζεται | φρονηματιζόταν(ε) | θα φρονηματίζεται | να φρονηματίζεται | ||
α' πληθ. | φρονηματιζόμαστε | φρονηματιζόμαστε φρονηματιζόμασταν |
θα φρονηματιζόμαστε | να φρονηματιζόμαστε | ||
β' πληθ. | φρονηματίζεστε | φρονηματιζόσαστε φρονηματιζόσασταν |
θα φρονηματίζεστε | να φρονηματίζεστε | (φρονηματίζεστε) | |
γ' πληθ. | φρονηματίζονται | φρονηματίζονταν φρονηματιζόντουσαν |
θα φρονηματίζονται | να φρονηματίζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | φρονηματίστηκα | θα φρονηματιστώ | να φρονηματιστώ | φρονηματιστεί | ||
β' ενικ. | φρονηματίστηκες | θα φρονηματιστείς | να φρονηματιστείς | φρονηματίσου | ||
γ' ενικ. | φρονηματίστηκε | θα φρονηματιστεί | να φρονηματιστεί | |||
α' πληθ. | φρονηματιστήκαμε | θα φρονηματιστούμε | να φρονηματιστούμε | |||
β' πληθ. | φρονηματιστήκατε | θα φρονηματιστείτε | να φρονηματιστείτε | φρονηματιστείτε | ||
γ' πληθ. | φρονηματίστηκαν φρονηματιστήκαν(ε) |
θα φρονηματιστούν(ε) | να φρονηματιστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω φρονηματιστεί | είχα φρονηματιστεί | θα έχω φρονηματιστεί | να έχω φρονηματιστεί | φρονηματισμένος | |
β' ενικ. | έχεις φρονηματιστεί | είχες φρονηματιστεί | θα έχεις φρονηματιστεί | να έχεις φρονηματιστεί | ||
γ' ενικ. | έχει φρονηματιστεί | είχε φρονηματιστεί | θα έχει φρονηματιστεί | να έχει φρονηματιστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε φρονηματιστεί | είχαμε φρονηματιστεί | θα έχουμε φρονηματιστεί | να έχουμε φρονηματιστεί | ||
β' πληθ. | έχετε φρονηματιστεί | είχατε φρονηματιστεί | θα έχετε φρονηματιστεί | να έχετε φρονηματιστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν φρονηματιστεί | είχαν φρονηματιστεί | θα έχουν φρονηματιστεί | να έχουν φρονηματιστεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία φρονηματίζομαι
|