Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
φροκάλισμα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
φροκάλισμα
τα
φροκαλίσμα
τ
α
γενική
του
φροκαλίσμα
τ
ος
των
φροκαλισμά
τ
ων
αιτιατική
το
φροκάλισμα
τα
φροκαλίσμα
τ
α
κλητική
φροκάλισμα
φροκαλίσμα
τ
α
Κατηγορία
όπως «
όνομα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
φροκάλισμα
<
φροκαλίζω
με θέμα φροκαλισ- +
-μα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
φροκάλισμα
ουδέτερο
η ενέργεια του
φροκαλίζω
, το
σκούπισμα