Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φουστανέλλα οι φουστανέλλες
      γενική της φουστανέλλας των φουστανελλών
    αιτιατική τη φουστανέλλα τις φουστανέλλες
     κλητική φουστανέλλα φουστανέλλες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

φουστανέλλα < φουστάνι

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φουστανέλλα θηλυκό

  • ανδρική φούστα επί τουρκοκρατίας, συνήθως λευκή, κοντή και με πολλές πτυχώσεις

  Μεταφράσεις επεξεργασία