• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

φουντουκέλαιο

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το φουντουκέλαιο τα φουντουκέλαια
      γενική του φουντουκέλαιου
& φουντουκελαίου
των φουντουκέλαιων
& φουντουκελαίων
    αιτιατική το φουντουκέλαιο τα φουντουκέλαια
     κλητική φουντουκέλαιο φουντουκέλαια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
φουντουκέλαιο < φουντούκ(ι) + -έλαιο

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

φουντουκέλαιο ουδέτερο

  • λάδι που παράγεται από φουντούκια

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
    φουντουκέλαιο
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=φουντουκέλαιο&oldid=5570050"
Τελευταία επεξεργασία στις 25 Ιουνίου 2022, στις 18:54

Γλώσσες

      Αυτή η σελίδα δεν είναι διαθέσιμη σε άλλες γλώσσες.

      Βικιλεξικό
      • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 25 Ιουνίου 2022, στις 18:54.
      • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
      • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
      • Σχετικά με Βικιλεξικό
      • Αποποίηση ευθυνών
      • Κώδικας συμπεριφοράς
      • Προγραμματιστές
      • Στατιστικά
      • Δήλωση cookie
      • Όροι χρήσης
      • Επιφάνεια εργασίας