Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
φοροσυνάχτης
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
φοροσυνάχτ
ης
οι
φοροσυνάχτ
ες
γενική
του
φοροσυνάχτ
η
των
φοροσυναχτ
ών
αιτιατική
τον
φοροσυνάχτ
η
τους
φοροσυνάχτ
ες
κλητική
φοροσυνάχτ
η
φοροσυνάχτ
ες
Κατηγορία
όπως «
ναύτης
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
φοροσυνάχτης
<
φόρος
+
συνάζω
Ουσιαστικό
επεξεργασία
φοροσυνάχτης
αρσενικό
ο
φοροεισπράκτορας