Ετυμολογία

επεξεργασία
φον ντε τεν < (άμεσο δάνειο) γαλλική fond de teint < fond (βάση) de (από) teint (χρώμα)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

φον ντε τεν ουδέτερο άκλιτο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία