fond de teint
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /fɔ̃ də tɛ̃/
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠολυλεκτικός όρος
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
---|---|
fond de teint | fonds de teint |
fond de teint (fr) αρσενικό
- το φον ντε τεν, βάση μακιγιάζ με χρώμα
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
fond de teint | fonds de teint |
fond de teint (fr) αρσενικό