φινάλε
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- φινάλε < (άμεσο δάνειο) ιταλική finale < λατινική finis
Ουσιαστικό
επεξεργασίαφινάλε ουδέτερο άκλιτο
- ο συνήθως εντυπωσιακός επίλογος ενός θεατρικού ή μουσικού έργου, όπως και μιας παράστασης ή εκδήλωσης
- Δεν μου άρεσε η άρια στο φινάλε
- (μεταφορικά) ο επίλογος μιας σχέσης ή μιας κατάστασης, ένα ισχυρό πλήγμα
- Έζησαν μαζί τρεις δεκαετίες, αλλά το φινάλε ήταν ένα πολύ φθοροποιό διαζύγιο
- Αυτή η γυναίκα ήταν το φινάλε του
- (μεταφορικά) άκομψος και πρόχειρος τρόπος έκφρασης της έννοιας "σε τελική ανάλυση", "στο κάτω-κάτω", εν κατακλείδει, το δια ταύτα
- Στο φινάλε δεν σε είπαμε και....