φιναλίστ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- φιναλίστ < φινάλε
Ουσιαστικό επεξεργασία
φιναλίστ αρσενικό ή θηλυκό άκλιτο
- για κάποιον που καταφέρνει να φτάσει έως το τέλος ενός διαγωνισμού, που δεν έχει αποκλειστεί από τα αρχικά στάδια