Ετυμολογία

επεξεργασία
φιναλίστ < φινάλε

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

φιναλίστ αρσενικό ή θηλυκό άκλιτο

  • για κάποιον που καταφέρνει να φτάσει έως το τέλος ενός διαγωνισμού, που δεν έχει αποκλειστεί από τα αρχικά στάδια

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία