φιλοτομαρίστρια
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- φιλοτομαρίστρια < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
φιλοτομαρίστρια θηλυκό
- → δείτε τη λέξη φιλοτομαριστής
Μεταφράσεις επεξεργασία
φιλοτομαρίστρια
|
φιλοτομαρίστρια θηλυκό
|