φιλοπεριέργεια
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- φιλοπεριέργεια < φιλο- + περιέργεια • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
επεξεργασίαφιλοπεριέργεια θηλυκό
- η υπερβολική περιέργεια
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία φιλοπεριέργεια
|