Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φιλιστόκα οι φιλιστόκες
      γενική της φιλιστόκας των φιλιστοκών
    αιτιατική τη φιλιστόκα τις φιλιστόκες
     κλητική φιλιστόκα φιλιστόκες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

φιλιστόκα < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φιλιστόκα θηλυκό

  • (κεφαλονίτικο ιδίωμα)
  1. έγγραφο μεγάλου μεγέθους
  2. (μεταφορικά) μεγάλος λογαριασμός, «λυπητερή»

  Μεταφράσεις επεξεργασία