φιλιστόκα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- φιλιστόκα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαφιλιστόκα θηλυκό
- (κεφαλονίτικο ιδίωμα)
- έγγραφο μεγάλου μεγέθους
- (μεταφορικά) μεγάλος λογαριασμός, «λυπητερή»
Μεταφράσεις
επεξεργασία φιλιστόκα
|