Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
φερετροποιός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
φερετροποι
ός
οι
φερετροποι
οί
γενική
του
φερετροποι
ού
των
φερετροποι
ών
αιτιατική
τον
φερετροποι
ό
τους
φερετροποι
ούς
κλητική
φερετροποι
έ
φερετροποι
οί
Κατηγορία
όπως «
ναός
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
φερετροποιός
<
φέρετρο
+
-ποιός
Ουσιαστικό
επεξεργασία
φερετροποιός
αρσενικό
(
επάγγελμα
) ο
κατασκευαστής
φερέτρων
Συγγενικά
επεξεργασία
φέρετρο
φερετροποιεία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
φερετροποιός