φελλομάνα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | φελλομάνα | οι | φελλομάνες |
γενική | της | φελλομάνας | — | |
αιτιατική | τη | φελλομάνα | τις | φελλομάνες |
κλητική | φελλομάνα | φελλομάνες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
φελλομάνα θηλυκό
- (αλιευτικό) μεγάλο κομμάτι φελλού που χρησιμοποιούσαν στις τράτες
Μεταφράσεις επεξεργασία
φελλομάνα
|