↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φατούρα οι φατούρες
      γενική της φατούρας
    αιτιατική τη φατούρα τις φατούρες
     κλητική φατούρα φατούρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
φατούρα < ιταλική fattura (τιμολόγιο)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

φατούρα θηλυκό

  • τρόπος ανάθεσης υπεργολαβίας, όπου ο υπεργολάβος πληρώνεται μόνο για την εργασία, ενώ τα υλικά παραγγέλνονται και πληρώνονται απευθείας από τον εργοδότη

Σημειώσεις

επεξεργασία
  • το αντίθετο (όταν δηλαδή ο υπεργολάβος αναλαμβάνει να παραγγείλει και να πληρώσει αυτός και τα υλικά) ονομάζεται "με τα υλικά" ή "εργολαβία" ή "(κατ’) αποκοπή"

  Μεταφράσεις

επεξεργασία