φατούρα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | φατούρα | οι | φατούρες |
γενική | της | φατούρας | — | |
αιτιατική | τη | φατούρα | τις | φατούρες |
κλητική | φατούρα | φατούρες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαφατούρα θηλυκό
- τρόπος ανάθεσης υπεργολαβίας, όπου ο υπεργολάβος πληρώνεται μόνο για την εργασία, ενώ τα υλικά παραγγέλνονται και πληρώνονται απευθείας από τον εργοδότη
Σημειώσεις
επεξεργασία- το αντίθετο (όταν δηλαδή ο υπεργολάβος αναλαμβάνει να παραγγείλει και να πληρώσει αυτός και τα υλικά) ονομάζεται "με τα υλικά" ή "εργολαβία" ή "(κατ’) αποκοπή"
Μεταφράσεις
επεξεργασία φατούρα
|