φαρυγγισμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- φαρυγγισμός < λόγιο ενδογενές δάνειο: (λόγιο δάνειο) αγγλική pharyngismus • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
επεξεργασίαφαρυγγισμός αρσενικό
Μεταφράσεις
επεξεργασία φαρυγγισμός