φαγοκύττωση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | φαγοκύττωση | οι | φαγοκυττώσεις |
γενική | της | φαγοκύττωσης* | των | φαγοκυττώσεων |
αιτιατική | τη | φαγοκύττωση | τις | φαγοκυττώσεις |
κλητική | φαγοκύττωση | φαγοκυττώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, φαγοκυττώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- φαγοκύττωση < (καθαρεύουσα) φαγοκύττωσις
Ουσιαστικό επεξεργασία
φαγοκύττωση θηλυκό
Μεταφράσεις επεξεργασία
φαγοκύττωση
|