υψηλοφροσύνη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- υψηλοφροσύνη < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαυψηλοφροσύνη θηλυκό
- η γενναιοφροσύνη, το να είναι κανείς μεγαλόψυχος και να έχει ηθικό ανάστημα και ιπποτική στάση
- η έπαρση, το κόρδωμα
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία υψηλοφροσύνη
|