Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η υψηλοφροσύνη οι υψηλοφροσύνες
      γενική της υψηλοφροσύνης των (υψηλοφροσυνών)
    αιτιατική την υψηλοφροσύνη τις υψηλοφροσύνες
     κλητική υψηλοφροσύνη υψηλοφροσύνες
Κατηγορία όπως «σκόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

υψηλοφροσύνη < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

υψηλοφροσύνη θηλυκό

  1. η γενναιοφροσύνη, το να είναι κανείς μεγαλόψυχος και να έχει ηθικό ανάστημα και ιπποτική στάση
  2. η έπαρση, το κόρδωμα

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία