υπουργοποίηση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | υπουργοποίηση | οι | υπουργοποιήσεις |
γενική | της | υπουργοποίησης* | των | υπουργοποιήσεων |
αιτιατική | την | υπουργοποίηση | τις | υπουργοποιήσεις |
κλητική | υπουργοποίηση | υπουργοποιήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, υπουργοποιήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- υπουργοποίηση < υπουργο(ποιώ) + -ποίηση
Ουσιαστικό
επεξεργασίαυπουργοποίηση θηλυκό
- η ενέργεια του υπουργοποιώ, η ανάθεση υπουργικής θέσης
Μεταφράσεις
επεξεργασία υπουργοποίηση
|