υποσκίαση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | υποσκίαση | οι | υποσκιάσεις |
γενική | της | υποσκίασης* | των | υποσκιάσεων |
αιτιατική | την | υποσκίαση | τις | υποσκιάσεις |
κλητική | υποσκίαση | υποσκιάσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, υποσκιάσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- υποσκίαση < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
υποσκίαση θηλυκό
Μεταφράσεις επεξεργασία
υποσκίαση
|