υποσκιάσεις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαυποσκιάσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος υποσκιάζω
- θα υποσκιάσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος υποσκιάζω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίαυποσκιάσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του υποσκίαση