υποπλασία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία- υποπλασία < ὑπό + πλάση
Ουσιαστικό
επεξεργασίαυποπλασία θηλυκό
- Κατάσταση κατά την οποία ένα μέρος του ανθρώπινου σώματος (συμπεριλαμβανομένων των εσωτερικών οργάνων) δεν είναι άρτια ολοκληρωμένο βάσει της κατά φύση ανάπτυξης.