Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η υποπλασία οι υποπλασίες
      γενική της υποπλασίας των υποπλασιών
    αιτιατική την υποπλασία τις υποπλασίες
     κλητική υποπλασία υποπλασίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

υποπλασία < ὑπό + πλάση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

υποπλασία θηλυκό

  • Κατάσταση κατά την οποία ένα μέρος του ανθρώπινου σώματος (συμπεριλαμβανομένων των εσωτερικών οργάνων) δεν είναι άρτια ολοκληρωμένο βάσει της κατά φύση ανάπτυξης.

  Μεταφράσεις επεξεργασία