υποκατανάλωση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | υποκατανάλωση | οι | υποκαταναλώσεις |
γενική | της | υποκατανάλωσης* | των | υποκαταναλώσεων |
αιτιατική | την | υποκατανάλωση | τις | υποκαταναλώσεις |
κλητική | υποκατανάλωση | υποκαταναλώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, υποκαταναλώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- υποκατανάλωση < υπο- + κατανάλωση
Ουσιαστικό
επεξεργασίαυποκατανάλωση θηλυκό
Μεταφράσεις
επεξεργασία υποκατανάλωση