Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το υποβολείο τα υποβολεία
      γενική του υποβολείου των υποβολείων
    αιτιατική το υποβολείο τα υποβολεία
     κλητική υποβολείο υποβολεία
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

υποβολείο < (μαρτυρείται από το 1891) υποβολέας

  Ουσιαστικό επεξεργασία

υποβολείο ουδέτερο

  • το μέρος του θεατρικής σκηνής στο οποίο βρίσκεται ο υποβολέας

  Μεταφράσεις επεξεργασία