Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η υπερόπτισσα οι υπερόπτισσες
      γενική της υπερόπτισσας των υπεροπτισσών
    αιτιατική την υπερόπτισσα τις υπερόπτισσες
     κλητική υπερόπτισσα υπερόπτισσες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

υπερόπτισσα < υπερόπτης + κατάληξη θηλυκού -ισσα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

υπερόπτισσα θηλυκό

→ δείτε τη λέξη υπερόπτης

  Μεταφράσεις επεξεργασία