υπερστήριξη
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | υπερστήριξη | οι | υπερστηρίξεις |
γενική | της | υπερστήριξης* | των | υπερστηρίξεων |
αιτιατική | την | υπερστήριξη | τις | υπερστηρίξεις |
κλητική | υπερστήριξη | υπερστηρίξεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, υπερστηρίξεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
υπερστήριξη θηλυκό
Μεταφράσεις επεξεργασία
υπερστήριξη
|