υπερικέλαιο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | υπερικέλαιο | τα | υπερικέλαια |
γενική | του | υπερικέλαιου & υπερικελαίου |
των | υπερικέλαιων & υπερικελαίων |
αιτιατική | το | υπερικέλαιο | τα | υπερικέλαια |
κλητική | υπερικέλαιο | υπερικέλαια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαυπερικέλαιο ουδέτερο
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία υπερικέλαιο
|