Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η υπερηρωίδα οι υπερηρωίδες
      γενική της υπερηρωίδας των υπερηρωίδων
    αιτιατική την υπερηρωίδα τις υπερηρωίδες
     κλητική υπερηρωίδα υπερηρωίδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία el επεξεργασία

υπερηρωίδα < Μορφολογικά αναλύεται σε υπερ- + ηρωίδα, θηλυκό του ήρωας

  Ουσιαστικό επεξεργασία

υπερηρωίδα

  Μεταφράσεις επεξεργασία

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε υπερήρωας

|}