υπερεφαρμογή
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- υπερεφαρμογή < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαυπερεφαρμογή θηλυκό
- (πληροφορική, τεχνολογία) κορυφαία εφαρμογή
Μεταφράσεις
επεξεργασία υπερεφαρμογή
|
υπερεφαρμογή θηλυκό
|