υδατοπρομήθεια
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαυδατοπρομήθεια θηλυκό
- → λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)
- συμβούλιο υδατοπρομήθειας Κύπρου
Μεταφράσεις
επεξεργασία υδατοπρομήθεια
|
υδατοπρομήθεια θηλυκό
|