Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η υγρομετρία οι υγρομετρίες
      γενική της υγρομετρίας των υγρομετριών
    αιτιατική την υγρομετρία τις υγρομετρίες
     κλητική υγρομετρία υγρομετρίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

υγρομετρία < υγρο- + -μετρία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

υγρομετρία θηλυκό

  • προσδιορισμός της υγρασίας γενικά, καθώς και της περιεκτικότητας σε υδρατμούς του αέρα ειδικότερα

  Μεταφράσεις επεξεργασία