Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική το υγειονομικό
      γενική του υγειονομικού
    αιτιατική το υγειονομικό
     κλητική υγειονομικό
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ουσιαστικό επεξεργασία

υγειονομικό ουδέτερο

  1. η υπηρεσία που ασχολείται με τη δημόσια υγεία
  2. το υγειονομικό σώμα, το τμήμα ενός στρατού που περιλαμβάνει γιατρούς και νοσοκόμους και περιθάλπει τους άρρωστους ή τραυματίες στρατιώτες

Συγγενικά επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

υγειονομικό