Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

τσόπστικ < αγγλική chopstick < chop + stick
 
Δύο τσόπστικ

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τσόπστικ ουδέτερο άκλιτο, (πληθυντικός) τσόπστικς

 συνώνυμα: ξυλάκι

  Μεταφράσεις επεξεργασία