τσόπστικ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
τσόπστικ ουδέτερο άκλιτο, (πληθυντικός) τσόπστικς
- λεπτή ράβδος (συνήθως σε ζευγάρι) από ξύλο ή άλλο υλικό που χρησιμοποιείται στην Ανατολική Ασία για τη λήψη του φαγητού