Ετυμολογία

επεξεργασία
τσόπστικ < αγγλική chopstick < chop + stick
 
Δύο τσόπστικ

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

τσόπστικ ουδέτερο άκλιτο, (πληθυντικός) τσόπστικς

 συνώνυμα: ξυλάκι

  Μεταφράσεις

επεξεργασία