τσιπουρομεζές
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
τσιπουρομεζές αρσενικό (& τσιπρομεζές)
- μεζές κατάλληλος για να συνοδεύσει κατανάλωση τσίπουρου
Μεταφράσεις
επεξεργασία
τσιπουρομεζές
|