τσιμεντοβιομηχανία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τσιμεντοβιομηχανία < τσιμέντο + βιομηχανία
Ουσιαστικό
επεξεργασίατσιμεντοβιομηχανία θηλυκό
- βιομηχανία κατασκευής τσιμέντου
Μεταφράσεις
επεξεργασία τσιμεντοβιομηχανία
|
τσιμεντοβιομηχανία θηλυκό
|