τσαπέλα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | τσαπέλα | οι | τσαπέλες |
γενική | της | τσαπέλας | των | τσαπελών |
αιτιατική | την | τσαπέλα | τις | τσαπέλες |
κλητική | τσαπέλα | τσαπέλες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- τσαπέλα < (βενετσιάνικα) zambela (κουλούρα σφιχτά δεμένη για τα άχυρα)[1] και ciambella [2] (κουλούρι, κουλούρα [3])
Ουσιαστικό
επεξεργασίατσαπέλα θηλυκό
- αρμαθιά από αποξηραμένα σύκα
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Τα Ρομανικά (Ιταλικά - Γαλλικά) δάνεια στο σύγχρονο ιδίωμα της Ζακύνθου, Ερμιόνη Κοροσίδου-Καρρά, διδακτορική διατριβή, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, Φιλοσοφική Σχολή, Τμήμα Ιταλικής γλώσσας και φιλολογίας, Θεσσαλονίκη, 2003, σελ. 100
- ↑ Dizionario del dialetto veneziano: Aggiunt. l'indice italiano veneto, Giuseppe Boerio, Cecchini, 1856
- ↑ ciambella, Italian-Greek Dictionary online
Μεταφράσεις
επεξεργασία τσαπέλα
|