τσαλαφούτι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | τσαλαφούτι | τα | τσαλαφούτια |
γενική | του | τσαλαφουτιού | των | τσαλαφουτιών |
αιτιατική | το | τσαλαφούτι | τα | τσαλαφούτια |
κλητική | τσαλαφούτι | τσαλαφούτια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- τσαλαφούτι < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
τσαλαφούτι ουδέτερο
- (τυρί) μαλακό κρεμώδες τυρί από πρόβειο γάλα από τη Στερεά Ελλάδα
Μεταφράσεις επεξεργασία
τσαλαφούτι
|