τσακουμάκι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | τσακουμάκι | τα | τσακουμάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | τσακουμάκι | τα | τσακουμάκια |
κλητική | τσακουμάκι | τσακουμάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- τσακουμάκι < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
τσακουμάκι ουδέτερο
Βλάχικη ετοιμολογία