Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο τροφοσυλλέκτης οι τροφοσυλλέκτες
      γενική του τροφοσυλλέκτη των τροφοσυλλεκτών
    αιτιατική τον τροφοσυλλέκτη τους τροφοσυλλέκτες
     κλητική τροφοσυλλέκτη τροφοσυλλέκτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία el επεξεργασία

τροφοσυλλέκτης < τροφο- + συλλέκτης

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τροφοσυλλέκτης αρσενικό ή θηλυκό (τροφοσυλλέκτρια θηλυκό)

  • άνθρωπος που ζει συλλέγοντας την τροφή του (σε αντίθεση με τον καλλιεργητή, ο οποίος καλλιεργεί την τροφή του)