τριχομονάδα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τριχομονάδα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίατριχομονάδα θηλυκό
- (ιατρική) μονοκύτταρος παρασιτικός οργανισμός που προσβάλλει τον ανθρώπινο οργανισμό, στο ουρογεννητικό σύστημα ανδρών και γυναικών
- ※ Τριχομοναδική λοίμωξη (Τριχομονάδες). Τι είναι. Είναι ένα από τα συχνότερα Σεξουαλικά Μεταδιδόμενα Νοσήματα. Η μόλυνση από τριχομονάδες είναι η συχνότερη μόλυνση σε νεαρές γυναίκες σεξουαλικά ενεργές η οποία μπορεί να θεραπευτεί. Προσβάλει και τους άνδρες όμως τα συμπτώματα είναι συχνότερα στις γυναίκες. (Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας [1], ανακτήθηκε στις 2/11/2024)
Παράγωγα
επεξεργασία- τριχομονάδωση, το νόσημα που οφείλεται σε πρωτόζωα, ένα από τα οποία είναι η τριχομονάδα
Μεταφράσεις
επεξεργασία τριχομονάδα
|