Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
τριχλωρίδιο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Συγγενικά
1.2.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
τριχλωρίδι
ο
τα
τριχλωρίδι
α
γενική
του
τριχλωριδί
ου
&
τριχλωρίδι
ου
των
τριχλωριδί
ων
αιτιατική
το
τριχλωρίδι
ο
τα
τριχλωρίδι
α
κλητική
τριχλωρίδι
ο
τριχλωρίδι
α
Κατηγορία
όπως «
πρόσωπο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
τριχλωρίδιο
<
τρι-
+
χλωρίδιο
Ουσιαστικό
επεξεργασία
τριχλωρίδιο
ουδέτερο
(
χημεία
): οποιαδήποτε ουσία στο μόριο της οποίας φέρονται τρία άτομα
χλωρίου
Συνώνυμα
επεξεργασία
τριχλώριο
Συγγενικά
επεξεργασία
τριχλωρικός
τριχλωριούχος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
τριχλωρίδιο