Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
τριβοφωταύγεια
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
τριβοφωταύγει
α
οι
τριβοφωταύγει
ες
γενική
της
τριβοφωταύγει
ας
των
τριβοφωταυγει
ών
αιτιατική
την
τριβοφωταύγει
α
τις
τριβοφωταύγει
ες
κλητική
τριβοφωταύγει
α
τριβοφωταύγει
ες
Κατηγορία
όπως «
θάλασσα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
τριβοφωταύγεια
<
τριβο-
+
φωταύγεια
Ουσιαστικό
επεξεργασία
τριβοφωταύγεια
θηλυκό
φωταύγεια
που προκαλείται από την
τριβή
ενός
σώματος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
τριβοφωταύγεια