τριαδικότης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίακαθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | τριαδικότης | αἱ | τριαδικότητες | ||||
γενική | τῆς | τριαδικότητος | τῶν | τριαδικοτήτων | ||||
δοτική | τῇ | τριαδικότητι | ταῖς | τριαδικότησι(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | τριαδικότητα | τὰς | τριαδικότητας | ||||
κλητική ὦ! | τριαδικότης | τριαδικότητες | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- τριαδικότης (μαρτυρείται από το 1887) [1] < τριαδικ(ός) + -ότης
Ουσιαστικό
επεξεργασίατριαδικότης, -ητος θηλυκό
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ σελ. 1007, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου