τραπεζιέρης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίατραπεζιέρης αρσενικό (θηλυκό τραπεζιέρα)
- (επάγγελμα) αυτός που υπηρετεί, που σερβίρει τους γευματίζοντες
Συνώνυμα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία τραπεζιέρης
|